τρόποις

τρόποις
τρόπος
turn
masc dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τροποῖς — τροπέω turn pres opt act 2nd sg (attic epic doric) τροπός twisted leathern thong masc dat pl τροπόω make to turn pres opt act 2nd sg τροπόω make to turn pres subj act 2nd sg τροπόω make to turn pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • нравъ — НРАВ|Ъ (306), А с. 1.Нрав, характер, совокупность психических свойств: [Феодосий] б˫аше бо кротъкъ нравъмь и тихъ съмыслъмь. ЖФП XII, 35в; аште ли къто которьнымь нравъмь нынѣ ѹставлѥныимь противитьсѧ. не при˫атьно сиѥ быти изволисѧ ст҃ѹѹмѹ и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • образъ — ОБРАЗ|Ъ (2058), А с. 1.Внешний вид. облик: ли ˫ако же мѣдѧна˫а зми˫а. образъ ѹбо имѧше змиинъ. Изб 1076, 227; еи чадо. бѹдеть ти ˫ако же ти с˫а обѣща ан҃глъ ˫авивъс˫а въ образѣ моѥмь. ЖФП XII, 46б; и сему чюду дивуемъсѧ. како ѿ персти создавъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CHRESTOLOGUS — Pertinax Imperator per convitium dictus est, apud Capitolin. c. 13. Omnes, qui libere fabulas conferebant, male Pertinaci loquebantur. Chrestologum cum appellantes, qui bene loqueretur et male saceret. Palatinus Codes Christologum habet, more… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εμπαιδεύω — ἐμπαιδεύω (Α) 1. «ἐμπαιδεύω τισίν» διδάσκω ανάμεσα σε κάποιους 2. «ἐμπαιδεύομαι ἐλευθέροις τρόποις» παιδεύομαι, ανατρέφομαι σε περιβάλλον που ταιριάζει σε ελεύθερους …   Dictionary of Greek

  • εύορκος — η, ο (Α εὔορκος, ον) αυτός που τηρεί τον όρκο του, ο πιστός στον όρκο του («εἴ τι χαίρεις ἀνδρός εὐόρκου τρόποις», Αριστοφ.) νεοελλ. συνεκδ. ευσυνείδητος, ειλικρινής αρχ. 1. αυτός που είναι σύμφωνος με τον όρκο κάποιου («λόγοις δικαίοις χρωμένοις …   Dictionary of Greek

  • πολίζω — ΜΑ [πόλις] κάνω έναν τόπο πόλη, οικίζω («τὴν ἔρημον ἐπόλισας τρόποις ἐν φιλοσόφοις», Μηναί.) αρχ. 1. ιδρύω πόλη 2. (γενικά) χτίζω, ανεγείρω («τὸ [τεῑχος] ἐγὼ καὶ Φοῖβος Ἀπόλλων ἥρῳ Λαομέδοντι πολίσσαμεν ἀθλήσαντε», Ομ. Ιλ.) 3. μέσ. πολίζομαι… …   Dictionary of Greek

  • προσίκτωρ — ορος, ὁ, Α [προσικνοῡμαι] 1. αυτός που προσέρχεται σε ναό ως ικέτης («σεμνὸς προσίκτωρ ἐν τρόποις Ἰξίονος», Αισχύλ.) 2. (για θεό) αυτός προς τον οποίο καταφεύγει κανείς ως ικέτης, ο προστάτης …   Dictionary of Greek

  • πρόσφορος — η, ο / πρόσφορος, ον, ΝΜΑ [προσφέρω] 1. χρήσιμος, ωφέλιμος («τὰ πρόσφορα τῇ στρατιῇ», Ηρόδ.) 2. αρμόδιος, κατάλληλος (α. «δεν είναι πρόσφορη η γη για καλλιέργεια καπνού» β. «τοῑς ἐμοῑσιν οὐχὶ πρόσφορον τρόποις φεύγειν τὰ δεινά», Ευρ.) 3. το ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • τρυφερός — ή, ό / τρυφερός, ά, όν, ΝΜΑ απαλός, μαλακός (α. «το τρυφερό κλωνάρι μόνο να χω», Σολωμ. β. «φιλομηλίτσας τρυφεράς», Πρόδρ. γ. «ταῑς τρυφεραῑς ἡμᾱς χερσὶν ὑπεξέβαλεν», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. α) αβρός, μειλίχιος, στοργικός (α. «έχει τρυφερά αισθήματα»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”